ἱερός

ἱερός
ῐερός (-όν, -οί, -ῶν, -οῖς; -ᾶς, -ᾷ, -άν, -αῖς, -αῖσιν); -ῷ, -όν, -ῶν, -οῖς: superl. -ώτατον nom., voc., acc.: ἱερ- thrice.)
1 of persons, venerated holy ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί the dead kings of Cyrene P. 5.97 νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ the Hyperboreans P. 10.42 Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε (θέμιν flagitavit Wil.) P. 11.9 Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν ὑμνήσομεν; fr. 29. 2. εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα Θήβα fr. 195.
2 of things,
a of places, as being of religious interest. ἱερὸν ἔσχον οἴκημα Akragas O. 2.9 ἱερὰν νᾶσον Thera P. 4.6Ταίναρον εἰς ἱερὰνP. 4.44

ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

[τανδιεραν = ?ταν διεραν, fr. 33a.] ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν (ἱρόν Snell.) fr. 189.
b of festivals, sanctuaries, as honouring or belonging to the gods.

ἐξ ἱερῶν ἀέθλων O. 8.64

ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15

ἱερῶν ἀγώνων (Er. Schmid e Σ: ἱερᾶν codd.) N. 2.4

ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59

ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον the third temple of Apollo at Delphi

Πα. . . Τυν]δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει Pae. 18.1

c ἔλαφον , ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ Ὀρθωσίᾳ ἔγραψεν ἱεράν consecrated O. 3.30

Ἰάσων δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον P. 4.131

κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς P. 4.190

κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων, Φοῖβεdivine love-affairs P. 9.39 ἀλλ ἐγὼ τᾶς ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι (ἕλᾳ ἱρᾶν Bergk: ἐλεηρὰν codd., “un être vivant, qui présente un aspect mysterieux” van Groningen: v. μέλισσα) fr. 123. 11. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται (Boeckh: ἱεραῖς codd.: i. e. priestesses of Demeter: v. μέλισσα) fr. 158. κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1.
d dub. & frag. [νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ἱερόν (codd. Dion. Hal. contra metr.: ῥέον Schr.)

Πα. . 1.] ]ν σθένος ἱεράν[ Pae. 3.93

]οις τερφθὲν ἱαροῖς[ (cf. σκιαρός) ?fr. 338. 6.
3 n. pl. pro subs., sacrifice

τεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς ἄλσος ἐν ἀκροπόλει O. 7.48

ζαθέων ἱερῶν ἐπώνυμε πάτερ (sc. Ἱέρων) fr. 105. 2.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱερός — filled with masc nom sg ἱερός filled with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει θεϊκή προέλευση ή αναφέρεται γενικά στη θρησκεία, άγιος: Ιερά μυστήρια. – Ιερός ναός. – Ιερό Ευαγγέλιο. – Ιερά σκεύη. – «Ιερά Σύνοδος της ιεραρχίας της Ελλάδας» (ανώτερη αρχή της αυτοκέφαλης εκκλησίας της Ελλάδας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιερός γάμος — Συμβολική ένωση στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Επρόκειτο για ενώσεις κάποιας μεγάλης θεάς με δευτερεύοντα θεό ή θνητό, που συμβόλιζαν την ανοιξιάτικη γέννηση της φύσης. Ο χειμώνας και η παρακμή συμβολίζονταν με τον (συνήθως βίαιο) θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • Ιερός Λόχος — I Λόχος 300 Θηβαίων οπλιτών, που χαρακτηρίζονταν για την πειθαρχία τους. Ιδρυτές του ήταν ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίας. Το 371 π.Χ. ο Ι.Λ. υπό την ηγεσία του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα πολέμησε και νίκησε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους… …   Dictionary of Greek

  • Ιερός Πόλεμος — Ονομασία τεσσάρων πολέμων στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίοι είχαν επίκεντρο και αφορμή τους Δελφούς. 1. Α’ Ι.Π. (600 π.Χ.). Πόλεμος της Αμφικτιονίας των Θερμοπυλών εναντίον της Κρίσσας για την ανεξαρτησία των Δελφών. Η Κρίσσα νικήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ἱερώτερον — ἱερός filled with adverbial comp ἱερός filled with masc acc comp sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc comp sg ἱερός filled with masc acc comp sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc comp sg ἱερός filled with adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωτάτων — ἱερός filled with fem gen superl pl ἱερός filled with masc/neut gen superl pl ἱερός filled with fem gen superl pl ἱερός filled with masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωτέρων — ἱερός filled with fem gen comp pl ἱερός filled with masc/neut gen comp pl ἱερός filled with fem gen comp pl ἱερός filled with masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερώτατα — ἱερός filled with adverbial superl ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl pl ἱερός filled with adverbial superl ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερώτατον — ἱερός filled with masc acc superl sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl sg ἱερός filled with masc acc superl sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”